μωροποιώ

μωροποιώ
μωροποιῶ, -έω (Α) [μωροποιός]
1. συμπεριφέρομαι ως ανόητος, κάνω ανοησίες
2. (συν. το μέσ.) μωροποιοῡμαι, -έομαι
καθίσταμαι μωρός, γίνομαι ανόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”